Η ιδιαίτερη γεωγραφική θέση του Πηλίου στο μέσον της Ανατολικής Ελλάδας σε συνδυασμό με τη μικρή απόσταση από τη θάλασσα και το σχετικά μεγάλο υψόμετρο κατά μήκος ολόκληρης της χερσονήσου επιδρούν καθοριστικά στη διαμόρφωση των περιβαλλοντικών συνθηκών της περιοχής.


Tο κλίμα του Πηλίου συνδυάζει τις παράκτιες και ήπιες μεσογειακές συνθήκες με το περισσότερο ξηρό και ψυχρό κλίμα που επικρατεί στις ψηλές ράχες και κορυφές. Ως αποτέλεσμα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες έχουν έντονη μεταβολή κατά μήκος της χερσονήσου και εξαρτώνται από τον προσανατολισμό, τις ανθρώπινες παρεμβάσεις και τις τοπικές κλιματικές συνθήκες. Υπό την επίδραση των τεκτονικών δράσεων και της διάβρωσης, στο Πήλιο έχουν σχηματιστεί ομαλές και πεδινές εκθέσεις, βραχώδεις και απότομες ράχες και κορυφές, καθώς και ξηρές αλλά και κορεσμένες σε νερό λεκάνες απορροής. Η πλούσια βλάστηση ενισχύεται και από την παρουσία των πλούσιων υδατικών πόρων που αρδεύουν υπόγεια και υπέργεια τα δάση και τις καλλιέργειες. Οι εδαφικές εξάρσεις και βυθίσεις συνεχίζουν να μεταβάλλονται στο γεωλογικό χρόνο και έχουν επηρεάσει την εξέλιξη της χλωρίδας και πανίδας του τόπου, ενώ τις τελευταίες χιλιετίες καθοριστικό ρόλο έχει διαδραματίσει και ο ανθρώπινος παράγοντας. Η εναλλαγή των μικροκλιμάτων δημιουργεί διαφορετικές συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας και φωτοπεριόδου, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των παραγόντων αύξησης της βλάστησης, άρα την ανάπτυξη πλουσιότερης βιοποικιλότητας. Η βιοποικιλότητα αυτή αντικατοπτρίζεται πρώτα και σαφέστερα στη βλάστηση: παρόλη τη μικρή συνολική της έκταση, στο Πήλιο μπορεί κανείς να παρατηρήσει πολλές διαφορετικές ζώνες βλάστησης που αλληλεπικαλύπτονται, ανάλογα με το μικροκλίμα της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εμφάνιση της οξιάς σε θερμότερες και λιγότερο ηπειρωτικές θέσεις από τα συνήθη όρια εξάπλωσής της αλλά και η παρουσία συνθηκών κατάλληλων για την ανάπτυξη οπωρώνων σχεδόν στο ύψος της θάλασσας.


Η βλάστηση του Πηλίου: ένα περίγραμμα

Με μια πρώτη επίσκεψη στο Πήλιο, δεν μπορούν να διαφύγουν της προσοχής μας οι εύφορες και καλαίσθητες εκτάσεις καρποφόρων που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε περιποιημένους ελαιώνες, δασικές εκτάσεις, χωριά και παραλίες. Καλλιεργούνται κυρίως μήλα, κάστανα, καρύδια, ροδάκινα, λεμόνια και αρωματικά φυτά. Οι καλλιέργειες αυτές αποτελούν για πολλές οικογένειες κύρια επαγγελματική δραστηριότητα και μια επίσκεψη στην περιοχή κατά τους μήνες της συγκομιδής μπορεί να μας πείσει για τη σπουδαιότητα της γεωργίας στην οικονομική ανάπτυξη του Πηλίου. Αντίστοιχα, η ποικιλία αρωματικών φυτών σε συνδυασμό με την ετήσια κλιμάκωση της ανθοφορίας τους δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της μελισσοκομίας. Στις τοπικές αγορές και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς μπορεί κανείς να βρει μέλι από μια μεγάλη ποικιλία φυτών. Παράλληλα, πολλά φυτικά είδη αξιοποιούνται στα τοπικά προϊόντα γαστρονομίας.
Σε ότι αφορά στην τυπική εξάπλωση των ζωνών βλάστησης, αυτή διατηρείται σε μεγάλο βαθμό, κυρίως στα χαμηλότερα υψόμετρα. Από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και τα 500-600μ. συναντάμε ξηρανθεκτικά και θερμόβια είδη, όπως και αειθαλή και φυλλοβόλα σε περισσότερο υγρές θέσεις στις ρεματιές. Επικρατέστερα είδη είναι το πουρνάρι, το πεύκο, η αριά, τα κέδρα, ο σχίνος και αρωματικοί μεσογειακοί θάμνοι και πόες όπως η λαδανιά, η αγριοτριανταφυλλιά και το σπάρτο. Μόλις αφήσουμε τη θερμή και ξηρή ζώνη αρχίζουμε να βλέπουμε περισσότερα φυλλοβόλα πλατύφυλλα είδη με απαιτήσεις σε υγρασία και θρεπτικά στοιχεία, όπως η οξιά, η οστριά, ο φράξος και ο γαύρος. Στις ψηλές κορυφές και στα βραχώδη περάσματα της κορυφογραμμής παρουσιάζονται μικρές ομάδες μαύρης πεύκης που αποτελεί ψυχρόβιο είδος. Πολύ συχνά συναντάμε σε εξωζωνικές θέσεις δασικά είδη με υψηλές απαιτήσεις σε υγρασία και σκιά σε περισσότερο ξηρές και ηλιόλουστες περιοχές κοντά στη θάλασσα, σε μεμονωμένες θέσεις που προσφέρουν αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, όπως συστάδες οξιές σε χαμηλά υψόμετρα και αντίστοιχες συστάδες καστανιάς κοντά στη θάλασσα. Παρόμοια, αζωνική είναι η βλάστηση που καθορίζεται κυρίως από τις ιδιαίτερες τοπικές εδαφικές συνθήκες και όχι από τις κλιματικές, όπως πχ στα ρέματα, όπου εντοπίζουμε ομάδες και μικρές συστάδες ειδών ιδιαίτερων απαιτήσεων σε υγρασία όπως τα πλατανοδάση.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πηλίου είναι η συνεχής παρουσία φυλλώματος στα δασικά οικοσυστήματα καθώς υπάρχει μεγάλο πλήθος από φυλλοβόλα και αειθαλή είδη που φύονται στην ίδια περιοχή. Έτσι, ο επισκέπτης μπορεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους να απολαύσει το φυσικό πλούτο και τα χρώματα της εποχής.

Ξεκινώντας από το επίπεδο της θάλασσας στην ευρύτερη περιοχή του Πηλίου εμφανίζονται οι εξής ζώνες βλάστησης:

Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης

Η ζώνη αυτή απλώνεται από το υψόμετρο της θάλασσας μέχρι περίπου τα 600μ. Τα φυτικά είδη που τη συνθέτουν έχουν πολύ περιορισμένες απαιτήσεις σε υγρασία και θρεπτικά στοιχεία, ενώ είναι ανθεκτικά στο ξηρό μεσογειακό κλίμα και στις υψηλές θερμοκρασίες. Η ζώνη περιλαμβάνει θαμνώνες και πρινώνες καθώς και τα φρυγανικά οικοσυστήματα, δηλαδή ένα μίγμα από χαμηλούς και ξυλώδεις θάμνους, όπως η ασφάκα (Phlomis fruticosa), η λαδανιά (Cistus incanus), το θυμάρι και η αστοιβίδα (Sarcopoterium spinosum). Στο Πήλιο συναντάμε εκτεταμένους θαμνώνες με πουρνάρι (Quercus coccifera) που διατηρείται σε χαμηλή, θαμνώδη μορφή εξαιτίας της έντονης βόσκησης, και αριές (Quercis ilex), κέδρα (Juniperus communis, J. oxycedrus), σπάρτα (Spartium junceum), φιλλύκια (Phillyrea latifolia), δάφνες (Laurus nobilis), κουμαριές (Arbutus unedo) και γλυστροκουμαριές (Arbutus andrachne), κουτσουπιές (Cercis siliquastrum) και αγριελιές (Olea europaea). Ομάδες πεύκων του χαμηλού υψομέτρου (Pinus halepensis, Pinus brutia και σποραδικά Pinus pinea), καταλαμβάνουμε μικρές ή μεγαλύτερες εκτάσεις, πάντα σε ανάμιξη με τα προηγούμενα είδη.



Ο τύπος αυτός βλάστησης, δηλαδή οι αείφυλλοι πλατύφυλλοι θαμνώνες που σχηματίζονται κοντά στις ακτές της Μεσογείου, καλείται και μακκία βλάστηση. Πολύ συχνά, κατά μήκος των μονοπατιών και κοντά σε υγρές θέσεις συναντάμε δασικά είδη με εδώδιμους καρπούς όπως η καστανιά (Castanea sativa) και η καρυδιά (Juglans regia) αλλά και άγριες ποικιλίες καρποφόρων με ιδιαίτερα εύγευστους εδώδιμους καρπούς, όπως είναι η βατομουριά (Rubus fruticosus), η κρανιά (Cornus mas) και η κουμαριά (Arbutus unedo). Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα τρυφερά βλαστάρια της κοκορεβυθιάς (Pistacia terebinthus), είδος που συναντάμε επίσης συχνά σε αυτή τη ζώνη, συλλέγονται και σερβίρονται τουρσί με την ονομασία τσιτσίραβλα, ένας μεζές αγαπητός τόσο σους ντόπιους όσο και στους επισκέπτες του Πηλίου.


Παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης

Πάνω από τα 500-600μ. υψόμετρο, τα ξηρανθεκτικά και φωτόφιλα είδη διαδέχονται τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα έχοντας περισσότερες απαιτήσεις σε υγρασία και θρεπτικά στοιχεία και λιγότερη αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες. Κυρίαρχα είδη είναι η πλατύφυλλη και χνοώδης δρύς (Quercus frainetto, Quercus pubescens) και τα δάση καστανιάς (Castanea sativa), τα οποία αξιοποιούν τη χαμηλή ενεργή οξύτητα του εδάφους και τον πλούσιο σε οργανική ουσία δασικό τάπητα. Παρόλο που η οξιά απαντάται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, δεν είναι σπάνιο να αναπτυχθεί και σε αυτή τη ζώνη, σε υγρότερες θέσεις και φωτεινές εκθέσεις.

Στην ίδια δασική ζώνη βρίσκονται και οι εκτεταμένες καλλιέργειες πολλών διαφορετικών ποικιλιών μηλιάς. Τα μήλα, τα κάστανα και τα καρύδια δίνουν ταυτότητα στα Πηλιορείτικα χωριά, στα οποία οι συνεταιρισμοί γυναικών αξιοποιούν τους πόρους αυτούς δημιουργώντας προϊόντα εξέχουσας ποιότητας.


Ζώνη της Οξιάς

Μεγαλύτερη αντοχή στις ψυχρότερες κλιματικές συνθήκες και στο μεγαλύτερο ετήσιο ύψος βροχής έχει η οξιά (Fagus sylvatica). Αμιγή δάση οξιάς αναπτύσσονται σε απότομες και ομαλές κλιτύες, φτάνοντας μέχρι τις ψηλότερες κορυφές. Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις όπως η δασική οδοποιία, οι αγροτικές δραστηριότητες και η υλοτομία διαμορφώνουν συστάδες που διαφέρουν στα στάδια ανάπτυξής τους, στο βαθμό εδαφοκάλυψης και στη μορφή της κομοστέγης. Στο δασικό τάπητα βρίσκουμε παχιές στρώσεις πεσμένων φύλλων που αποτελούν ιδανικό ενδιαίτημα για πολλούς μικροοργανισμούς, προσφέροντας σημαντική αξία στη συνολική βιοποικιλότητα της περιοχής.
Η πεζοπορία στα δάση της οξιάς είναι μοναδική εμπειρία καθ‘ όλη τη διάρκεια του έτους. Το καλοκαίρι προσφέρει συνθήκες δροσιάς και το χειμώνα η αίσθηση που προσφέρει παραπέμπει σε ευρωπαϊκό χειμερινό θέρετρο. Στα μέσα του φθινοπώρου τα φύλλα παίρνουν πολλές ζωηρές αποχρώσεις και την άνοιξη οι νέοι βλαστοί έχουν ένα ιδιαίτερα έντονο και ζωηρό χρώμα. Μαζί με τις οξιές φύονται συστάδες αγριολεύκης (Populus tremula), αιγοϊτιάς (Salix caprea), ενώ θα συναντήσουμε και αναδασώσεις μαύρης πεύκης (Pinus nigra). Το είδος αυτό προτιμάται στις αναδασώσεις λατομείων και καμένων εκτάσεων λόγω της μεγάλης προστασίας και σταθερότητας που προσφέρει στο έδαφος και της αισθητικής αξίας του.


Παρόχθια βλάστηση

Αυτή η ζώνη βλάστησης αναπτύσσεται σε μισγάγγειες, υγρές λεκάνες απορροής και σε ρέματα μόνιμης ροής, δημιουργώντας δασωμένες γραμμικές ζώνες κατά μήκος των ρεματιών, που ακολουθούν την πορεία του νερού μέχρι το ύψος της θάλασσας. Κυρίαρχα φυτικά είδη της βλάστησης των ρεμάτων είναι η ιτιά (Salix alba, Salix purpurea), το σκλήθρο (Alnus glutinosa), o πλάτανος (Platanus orientalis) και οι λεύκες (Populus tremula, Populus nigra).
Το Μεγάλο Μονοπάτι του Πηλίου διατρέχει και τις τέσσερις παραπάνω ζώνες βλάστησης προσφέροντας μια πλήρη εικόνα του φυσικού πλούτου του Πηλίου. Η διαδρομή περνά από πλαγιές και κορυφογραμμές δασωμένες με οξιές και φυλλοβόλα, ομαλές πεδιάδες με θάμνους και καλλιέργειες, κατάφυτα ρέματα και ξηρές βραχώδεις εξάρσεις με φρύγανα και αρωματικά φυτά. Έτσι, οποιοδήποτε τμήμα επιλέξει να περπατήσει κανείς σχηματίζει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την πλούσια βιοποικιλότητα και την αξία της περιοχής.


Παράκτια τοπία

Το Πήλιο χαρακτηρίζεται από την ατελείωτη ακτογραμμή μιας ήδη μακρύτατης χερσονήσου, η οποία επιμηκύνεται περαιτέρω με τις εξαιρετικά δαντελωτές ακτές και την τραχιά κατάληξη των βραχωδών πλαγιών. Η παράκτια αυτή ζώνη είναι σε μεγάλο μέρος απρόσιτη και δεν έχει επηρεαστεί από ανθρωπογενείς παράγοντες, ενώ ακόμα και οι παραλίες διατηρούν έναν υψηλό βαθμό φυσικότητας. Η ζώνη αυτή φιλοξενεί πολλά φυτικά είδη, προσαρμοσμένα στην αλατότητα των εδαφών ή στον συνεχή ψεκασμό από το θαλασσόνερο.