Το Πήλιο καταλαμβάνει το βόρειο και κεντρικό τμήμα της χερσονήσου της Μαγνησίας και αποτελεί απόληξη του ανατολικότερου από τα ορεινά τόξα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η μεγάλη, αν και έντονα κερματισμένη, οροσειρά αυτή ξεκινά στα βόρεια σύνορα της χώρας και συντίθεται από μεγάλους όγκους, όπως ο Βόρας (ή Καιμάκτσαλάν, 2524μ.), το Βέρμιο (2065μ.), το Ξηρολίβαδο (1806μ.) τα Πιέρια Όρη (2193μ.), ο Όλυμπος (2918μ.), ο Κίσσαβος (ή Όσσα, 1978μ.) και το Μαυροβούνι (1018μ.).
Το Πήλιο διαμορφώνει το σύνολο του βραχίονα της χερσονήσου Μαγνησίας και εκτείνεται ανάμεσα στο Αιγαίο και τον Παγασητικό κόλπο. Έχει επικρατήσει, η αναφορά στον όρο «Πήλιο» να επεκτείνεται και στο νοτιότερο και πιο λοφώδες τμήμα της χερσονήσου, που καταλήγει με το όρος Τισαίο στο ακρωτήρι Τρίκερι.
Το βουνό των Κενταύρων
Με τυπικούς γεωγραφικούς όρους, η χερσόνησος της Μαγνησίας προσδιορίζεται από το όρος Πήλιο στα βόρεια και το Τισαίο όρος στο νοτιότερο άκρο της. Όλο το σώμα του Πηλίου χαρακτηρίζεται από σχετικά ήπιες κλίσεις: οι δυτικές πλαγιές, που πέφτουν προς τον Παγασητικό, είναι σχετικά ομαλές, ενώ οι ανατολικές, που βυθίζονται στο Αιγαίο είναι περισσότερο επικλινείς. Οι οικισμοί στο βόρειο και κεντρικό Πήλιο καταλαμβάνουν την πεδινή και ημιορεινή ζώνη, ενώ η κορυφογραμμή είναι έρημη. Αντίθετα, το νότιο Πήλιο χαρακτηρίζεται από λοφώδεις εκτάσεις που φιλοξενούν χωριά, καλλιέργειες και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις επί της ακμής της λοφοσειράς. Το Τισαίο, τέλος, υψώνεται κυριολεκτικά πάνω από τη θάλασσα και σχηματίζει απόκρημνες ακτές.
Τόσο στις δυτικές, όσο και στις ανατολικές ακτές σχηματίζονται μικροί και μεγαλύτεροι κόλποι και φυσικοί όρμοι. Αναρίθμητα ρέματα με ή χωρίς μόνιμη ροή διατρέχουν τις πλαγιές αυτές και καταλήγουν στη θάλασσα, ενώ δε λείπουν και μικρά εντυπωσιακά φαράγγια. Ως εκ τούτου, η ακτογραμμή όλης της χερσονήσου εμφανίζει μια δαντελωτή διαμόρφωση και είναι κατάσπαρτη από παραλίες ποικίλης φυσιογνωμίας, περισσότερο ή λιγότερο προσβάσιμες στους επισκέπτες, ανάλογα με το ανάγλυφο της εγγύς ζώνης.
Μορφολογία
Το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου δεν παρουσιάζει απότομες εξάρσεις ή βυθίσεις, αλλά έχει κυρίως μέσες κλίσεις. Το αδιαπέραστο των πετρωμάτων της οροσειράς έχει ως αποτέλεσμα την ταχεία απορροή του νερού μέσω αναρίθμητων ρεματιών. Στη δυτική πλευρά, η μακραίωνη διαδικασία απόθεσης φερτών υλικών διαμόρφωσε μια σχετικά επίπεδη παράκτια ζώνη, ιδανική για οικιστική ανάπτυξη και καλλιέργειες οπωροφόρων. Αντίθετα, το ΒΔ τμήμα του Πηλίου, στη ζώνη γύρω από τη Μακρινίτσα, αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα, ευαίσθητα στη διάβρωση και στον κατακερματισμό: εδώ οι κλίσεις είναι μεγαλύτερες και το ανάγλυφο περισσότερο τραχύ. Η ανατολική πλευρά παρουσιάζει ακόμα πιο έντονη γεωμορφολογία και χαρακτηρίζεται μεγάλες κλίσεις κα ιεπάλληλα ρήγματα διαφόρων μεγεθών. Στα ανατολικά, η βλάστηση φτάνει μέχρι το ύψος της θάλασσας, ενώ η ακτογραμμή είναι απροσπέλαστη σε πολλά σημεία, κρύβοντας εντυπωσιακές παραλίες.Ένας πεζοπορικός παράδεισος
Οι ψηλές κορυφές, τα εκτεταμένα δάση, οι καλλιέργειες και τα λιβάδια, τα χωριά και οι παραλίες συνδέονται μεταξύ τους με παλιά και νέα μονοπάτια. Ένα εκτεταμένο δίκτυο μονοπατιών ποικίλης βατότητας, από καλοστρωμένα καλντερίμια έως κρυφά χωμάτινα δρομάκια, αλλά και ήσυχοι αγροτικοί και δασικοί δρόμοι, διατρέχουν το Πήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις δημιουργώντας ένα πλέγμα αξόνων μεγάλου πεζοπορικού, φυσιολατρικού, ιστορικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος.